κορρίνη

κορρίνη
η
(βιοχ.) οργανική ένωση που περικλείει τον βασικό σκελετό τής κυανοκοβαλαμίνης, τού κοβιναμιδίου και τών ανάλογων οργανικών ουσιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”